ιχθυόκολλα

ιχθυόκολλα
η рыбий клей

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ιχθυόκολλα" в других словарях:

  • ἰχθυοκόλλα — ἰχθυοκόλλᾱ , ἰχθυόκολλα fish glue fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰχθυοκόλλᾳ — ἰχθυοκόλλᾱͅ , ἰχθυόκολλα fish glue fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰχθυόκολλα — fish glue fem nom/voc sg ἰχθυόκολλον fish glue neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιχθυόκολλα — Παχύρρευστη κίτρινη συγκολλητική ύλη, που παρασκευάζεται συνήθως με βράσιμο εντοσθίων και κεφαλιών ψαριών. Ονομάζεται επίσης και ψαρόκολλα. Η κόλλα αυτή έχει την ιδιότητα να διαλύεται εντελώς σε νερό συνηθισμένης θερμοκρασίας (20°C).… …   Dictionary of Greek

  • ἰχθυοκόλλης — ἰχθυόκολλα fish glue fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰχθυοκόλλῃ — ἰχθυόκολλα fish glue fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰχθυόκολλαν — ἰχθυόκολλα fish glue fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …   Dictionary of Greek

  • ιχθυ(ο)- — (AM ἰχθυ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής από τη λ. ἰχθύς, ύος, «ψάρι». ΣΥΝΘ. ιχθυγόνος, ιχθυοειδής, ιχθυoκένταυρος, ιχθυόκολλα, ιχθυολογώ, ιχθυοπώλης, ιχθυοτρόφος, ιχθυοφάγος, ιχθυοφόρος αρχ. ιχθυβολεύς, ιχθύβολος, ιχθυβόλος,… …   Dictionary of Greek

  • ιχθυόκολλον — ἰχθυόκολλον, τὸ (Α) η ιχθυόκολλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + κολλον (< κόλλα)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»